Το τσάι του βουνού μπορεί να είναι ευρέως γνωστό σε όλους μας ως εξαιρετικό ρόφημα με ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες, ωστόσο η καλλιέργειά του εμφανίζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, με κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες αποδόσεις. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.
Το τσάι βουνού ή σιδερίτης είναι ίσως ένα από τα πιο διαδεδομένα σε κατανάλωση αφεψήματα σε όλη την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο γνωστό και στην Ευρώπη, όπου το αναζητούν για τις θαυμαστές ιδιότητές του.
Το πλεονέκτημα της καλλιέργειας τσαγιού είναι ότι δεν απαιτούνται γόνιμα εδάφη. Η καλλιέργεια μπορεί να γίνεται σε χωράφια που έχουν καταστραφεί από μακροχρόνια χρήση ή σε βραχώδη λιβάδια. Οπότε δεν πρόκειται για καλλιέργεια που γίνεται σε βάρος άλλων παραδοσιακών για την περιοχή καλλιεργειών.
Το γένος Sideritis (προέρχεται από την ελληνική λέξη «σίδηρος», εξαιτίας της περιεκτικότητας του τσαγιού σε αυτό το στοιχείο) περιλαμβάνει περί τα 150 είδη και υποείδη, τα οποία ευδοκιμούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Περίπου δέκα φύονται στην Ελλάδα.
Χρησιμοποιείται με τη μορφή αφεψήματος, που παράγεται με την προσθήκη μικρής ποσότητας ξηρής δρόγης σε νερό που βράζει. Το ρόφημα πλούσιο σε σίδηρο, τονωτικό, αποχρεμπτικό, με αντιθρομβωτική, αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δράση, καταναλώνεται κυρίως τη χειμερινή περίοδο για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Επίσης, θεωρείται σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.
Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.
Τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά, όπως είναι το τσάι του βουνού, αλλά και τα πολύ υψηλότερης οικονομικής αξίας δευτερογενή προϊόντα τους -αιθέρια έλαια/εκχυλίσματα- έχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτήν την κατηγορία φυτικών προϊόντων, λόγω των πολλών και διαφορετικών χρήσεων και εφαρμογών τους σε τομείς όπως τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών και τη φαρμακοβιομηχανία.
Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.
Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία, και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.
Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, ωστόσο προτιμά τα βραχώδη και ασβεστολιθικά. Επιδιώκοντας συνθήκες ανάλογες με τις φυσικές συνθήκες ανάπτυξης του φυτού αυξάνονται οι πιθανότητες παραγωγής ποιοτικού προϊόντος.
Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.
Το τσάι του βουνού, μετά το δεύτερο έτος, δίνει αρκετές παραφυάδες, βλαστούς με λίγες ρίζες στη βάση. Να σημειωθεί ότι το καλλιεργούμενο μπορεί να δώσει πολλές παραφυάδες, ενώ στην περίπτωση του αυτοφυούς είναι πολύ λιγότερες. Όταν οι παραφυάδες αφαιρεθούν από τα μητρικά φυτά, φυτεύονται στο χωράφι, όπως και τα φυτά των σπορείων.
Σε περίπτωση που δεν βρέχει την περίοδο της φύτευσης, ένα καλό ριζοπότισμα θα αυξήσει τις αποδόσεις της καλλιέργειας. Στη συνέχεια, όμως, δεν χρειάζεται πότισμα, γιατί υποβαθμίζεται η ποιότητα του προϊόντος και κατ’ επέκταση η εμπορική του αξία.
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβεται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ. με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.
Το τσάι βουνού ή σιδερίτης είναι ίσως ένα από τα πιο διαδεδομένα σε κατανάλωση αφεψήματα σε όλη την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο γνωστό και στην Ευρώπη, όπου το αναζητούν για τις θαυμαστές ιδιότητές του.
Το πλεονέκτημα της καλλιέργειας τσαγιού είναι ότι δεν απαιτούνται γόνιμα εδάφη. Η καλλιέργεια μπορεί να γίνεται σε χωράφια που έχουν καταστραφεί από μακροχρόνια χρήση ή σε βραχώδη λιβάδια. Οπότε δεν πρόκειται για καλλιέργεια που γίνεται σε βάρος άλλων παραδοσιακών για την περιοχή καλλιεργειών.
Το γένος Sideritis (προέρχεται από την ελληνική λέξη «σίδηρος», εξαιτίας της περιεκτικότητας του τσαγιού σε αυτό το στοιχείο) περιλαμβάνει περί τα 150 είδη και υποείδη, τα οποία ευδοκιμούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Περίπου δέκα φύονται στην Ελλάδα.
Χρησιμοποιείται με τη μορφή αφεψήματος, που παράγεται με την προσθήκη μικρής ποσότητας ξηρής δρόγης σε νερό που βράζει. Το ρόφημα πλούσιο σε σίδηρο, τονωτικό, αποχρεμπτικό, με αντιθρομβωτική, αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δράση, καταναλώνεται κυρίως τη χειμερινή περίοδο για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Επίσης, θεωρείται σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.
Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.
Τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά, όπως είναι το τσάι του βουνού, αλλά και τα πολύ υψηλότερης οικονομικής αξίας δευτερογενή προϊόντα τους -αιθέρια έλαια/εκχυλίσματα- έχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτήν την κατηγορία φυτικών προϊόντων, λόγω των πολλών και διαφορετικών χρήσεων και εφαρμογών τους σε τομείς όπως τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών και τη φαρμακοβιομηχανία.
Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.
Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία, και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.
Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, ωστόσο προτιμά τα βραχώδη και ασβεστολιθικά. Επιδιώκοντας συνθήκες ανάλογες με τις φυσικές συνθήκες ανάπτυξης του φυτού αυξάνονται οι πιθανότητες παραγωγής ποιοτικού προϊόντος.
Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.
Το τσάι του βουνού, μετά το δεύτερο έτος, δίνει αρκετές παραφυάδες, βλαστούς με λίγες ρίζες στη βάση. Να σημειωθεί ότι το καλλιεργούμενο μπορεί να δώσει πολλές παραφυάδες, ενώ στην περίπτωση του αυτοφυούς είναι πολύ λιγότερες. Όταν οι παραφυάδες αφαιρεθούν από τα μητρικά φυτά, φυτεύονται στο χωράφι, όπως και τα φυτά των σπορείων.
Σε περίπτωση που δεν βρέχει την περίοδο της φύτευσης, ένα καλό ριζοπότισμα θα αυξήσει τις αποδόσεις της καλλιέργειας. Στη συνέχεια, όμως, δεν χρειάζεται πότισμα, γιατί υποβαθμίζεται η ποιότητα του προϊόντος και κατ’ επέκταση η εμπορική του αξία.
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβεται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ. με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.